- ἐστρωμένος
- ἐστρωμένος, ἔστωσαν s. στρώννυμι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐστρωμένος — στόρεννυμι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)